- ὑδρίδιον
- ὑδρ-ίδιον, τό, Dim. of ὑδρία, IG22.1424a274, Inscr.Delos1442B18 (ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υδρίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού υδρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρία + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. κηπ ίδιον)] … Dictionary of Greek